- παλιάτσος
- I
Ο γελωτοποιός των ιπποδρομιών (τσίρκων). Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη pagliaccio. Μεταφορικά, Π. ονομάζεται και ο αδέξιος στους τρόπους ή γελοίος.Ο π. ανήκει στη χορεία των κωμικών του παλαιού λαϊκού θεάτρου της Νάπολης της Ιταλίας, από όπου και διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Βασικός ρόλος του π. είναι η αδέξια μίμηση και παρωδία ακροβασιών ή η υπόδυση του κωμικότερου ρόλου του λαϊκού θεάτρου.Συγγενικός ρόλος με εκείνον του π. είναι ο πεντρολίνο (pedrolino), ο γνωστός μας πιερότος. Από τον ισπανικό τύπο κωμικού, τον γκραθιόσο (fracioso = χαριτωμένος), προήλθε ο αγγλικός τύπος του κλάουν ή κλόουν (clown = γελοίος χωριάτης).Ο εξευτελισμός, στον οποίον υποβάλλεται ο σύγχρονος π., και η τραγική αντίφαση της εσωτερικής του διάθεσης προς τις πράξεις που από υλική ανάγκη εκτελεί στη σκηνή, ενέπνευσαν πολλούς συγγραφείς.II
Ένας παλιάτσος, με τη χαρακτηριστική ενδυμασία του (φωτ. ΑΠΕ).
Ψάρι των γλυκών νερών της Ευρώπης και της Ασίας, που τρέφεται με μαλακόστρακα. H επιστημονική του ονομασία είναι κωβίτης (cobites). Έχει μικρό μήκος, σώμα λεπτό και πολυάριθμα μικρά δόντια. Το τελεόστεο αυτό ψάρι ανήκει στην οικογένεια των κωβιτιδών.Το ψάρι παλιάτσος. (επιστημ. κωβίτης).
* * *ο1. κωμικό πρόσωπο σε λαϊκά θεάματα, το οποίο με τα λόγια, τους τρόπους και την εμφάνισή του προκαλεί το γέλιο2. μτφ. γελοίος άνθρωπος3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Οι Παλιάτσοιτίτλος δίπρακτης όπερας τού Ιταλού συνθέτη Ρουτζέρο Λεονκαβάλο, που μαζί με την Καβαλερία Ρουστικάνα τού Πιέτρο Μασκάνι είναι τα αντιπροσωπευτικότερα έργα τής καλλιτεχνικής κίνησης τού βερισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pagliaccio].
Dictionary of Greek. 2013.